- ἀλιτηριώδης
- ἀλιτ-ηριώδης, ες,A abominable, accursed,
οἶστρος Pl.Lg.854b
;στάσις Id.R.470d
;γνώμη D.C.44.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶστρος Pl.Lg.854b
;στάσις Id.R.470d
;γνώμη D.C.44.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλιτηριώδης — abominable masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλιτηριώδης abominable masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλιτηριώδης abominable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτηριώδης — ἀλιτηριώδης, ες (Α) [ἀλιτήριος] καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος … Dictionary of Greek
ἀλιτηριώδη — ἀλιτηριώδης abominable neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλιτηριώδης abominable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλιτηριώδης abominable masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηριῶδες — ἀλιτηριώδης abominable masc/fem voc sg ἀλιτηριώδης abominable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηριώδεις — ἀλιτηριώδης abominable masc/fem acc pl ἀλιτηριώδης abominable masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηριώδους — ἀλιτηριώδης abominable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… … Dictionary of Greek